Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εκπέττω — βλ. εκπέσσω … Dictionary of Greek
εκπέσσω — ἐκπέσσω (Α) και αττ. τ. ἐκπέττω και ἐκπέπτω 1. μαγειρεύω καλά, για πολλή ώρα 2. (για ζώα) χωνεύω εντελώς 3. (για φυτό) ωριμάζω 4. (για τροφή) αφομοιώνομαι 5. (για αβγό) εκκολάπτω 6. (για απόστημα) γεμίζω πύον … Dictionary of Greek